- Ὑρκανοῦ
- Ὑρκανόςmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Αλεξάνδρα — I Θεά της Λακωνίας, η οποία λατρευόταν στις Αμύκλες και στα Λεύκτρα, όπου υπήρχαν ιερά της. Την παρίσταναν να κρατά λύρα. Αργότερα ταυτίστηκε με την Κασσάνδρα, κόρη του Πρίαμου και δούλα του βασιλιά Αγαμέμνονα. II Περίφημη ζωγράφος των… … Dictionary of Greek
αριστόβουλος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κασσανδρεύς (4ος 3ος αι. π.Χ.). Ιστορικός, αρχιτέκτονας και γεωγράφος. Καταγόταν από τη Χαλκιδική. Πήρε μέρος στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και σε πολύ μεγάλη ηλικία έγραψε ιστορία της εκστρατείας,… … Dictionary of Greek
φαρισαίος — ο / Φαρισαῑος, ΝΜΑ (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Φαρισαίοι ιουδαϊκή θεοκρατική μερίδα που εμφανίστηκε επί Ιωάννη τού Υρκανού, μεταξύ 135 105 π.Χ., προερχόταν από τους Ασιδαίους και αποτελούνταν από γραμματείς ή νομοδιδασκάλους, εχθρούς τών… … Dictionary of Greek
Αντίπατρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Μακεδόνας (400 – 319 π.Χ.). Στρατηγός, γιος του Ιόλλα. Το 346, ο Φίλιππος B’ του ανέθεσε τις διαπραγματεύσεις ειρήνης με την Αθήνα και κατόπιν την αρχηγία του πολέμου εναντίον της Θράκης. Μετά τη μάχη της… … Dictionary of Greek